- αγνιστήριον
- ἁγνιστήριον, το (Α) [ἁγνίζω]1. αυτό με το οποίο κανείς καθαίρεται, εξαγνίζεται2. ο τόπος καθαρμού, εξαγνισμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁγνιστήριον — instrument of purification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνίζω — ἁγνίζω (Α) 1. κάνω κάτι αγνό, καθαρό, εξαγνίζω, αποκαθαίρω 2. θυσιάζω 3. «ἁγνίζειν τὸν θανόντα» καίω τον νεκρό και τόν κάνω καθαρό και ευπρόσδεκτο στους χθόνιους θεούς 4. κατακαίω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός. ΠΑΡ. αρχ. ἅγνισμα, ἁγνισμός,… … Dictionary of Greek